Φόρτωση...

Αρθρα / Νεα / Blog.

Εργατική αγωγή αποζημίωσης

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΡΩΠΙΑΣ

 

ΑΓΩΓΗ

 

(Περιουσιακές Διαφορές - Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) 

 

Της ………, κατοίκου ……. Αττικής, επί της οδού …….., με Α.Φ.Μ. ……..

Κ Α Τ Α 

Της …………., για τον εαυτό της και ως διατηρούσης ατομική επιχείρηση, με αντικείμενο την πώληση φωτιστικών ειδών, με αρ. ΓΕΜΗ.…….., κατοικοεδρευούσης επί του …….. Αττικής, ως νόμιμα εκπροσωπείται, με Α.Φ.Μ…….

 _________

 

Ι.ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΟΥ.

 

Α. Η …….. και ήδη εναγομένη μου, διατηρεί ατομική επιχείρηση στην …… Αττικής στην ως άνω διεύθυνση (έδρα της επιχείρησης), η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στην πώληση φωτιστικών ειδών. Η ως άνω εταιρεία νομίμως έχει καταχωρηθεί στο Γ.Ε.Μ.Η. και έχει λάβει αριθμό ΓΕΜΗ ………..

Στην ως άνω εταιρεία προσελήφθην ως εργαζόμενη με σύμβαση αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, στις 11.03.2015, με την ειδικότητα υπαλλήλου γραφείου (με κωδικό όπως δηλώθηκε στην αρμόδια ΣΕΠΕ …….). Την εργασία μου τότε παρείχα στο υποκατάστημα, που διατηρούσε η επιχείρηση στην …….. αρ. ……… Αττικής. Σήμερα βέβαια το υποκατάστημα αυτό έχει κλείσει.

Στις 08.04.2019 η ως άνω εναγομένη μου κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας μου (άτακτα) και χωρίς καμία προειδοποίηση. Οι μηνιαίες μου αποδοχές κατά το χρόνο της απόλυσης ανέρχονταν στο ποσό των 715,00 ευρώ το μήνα. Το ποσό της απόλυσης ανερχόταν κατά την ημέρα της απόλυσής μου, στο ποσό των 2.502,50 ευρώ, ποσό μάλιστα το οποίο δήλωσε η αντίδικός μου στο ειδικό έντυπο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μου. Κατά το χρόνο της απόλυσής μου επιπλέον η εναγομένη, μου όφειλε και επίδομα (δώρο) Πάσχα έτους 2019 καθώς και διαφορά – υπόλοιπο επιδόματος (δώρο) Χριστουγέννων έτους 2018.

Β. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής μου σχέσης επεδείκνυα εργατικότητα και υπευθυνότητα, εκτελώντας τα καθήκοντά μου πάντα με συνέπεια. Παρείχα αδιάλειπτα την εργασία μου ανελλιπώς και οποτεδήποτε μου το ζητούσε η εργοδότρια επιχείρηση. Εν γένει δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα από μέρους μου για τα εργασιακά μου καθήκοντα και τις υποχρεώσεις μου. Ήμουν απόλυτα συνεπής στα ωράριά μου, δεν καθυστερούσα ποτέ και ήμουν αρκετά υπεύθυνη και επιμελής ως εργαζόμενη σε κατάστημα. Η εργασία αυτή απαιτούσε και απαιτεί άλλωστε μεγάλη υπευθυνότητα, και αρκετή προσοχή, πολύ περισσότερο ιδιαίτερο ζήλο και σύνεση τα οποία χαρακτηριστικά διαθέτω. Τα τέσσερα (4) περίπου συναπτά έτη εργασίας μου στην αντίδικο συνηγορούν υπέρ της υπευθυνότητας και της εργατικότητάς μου. 

Γ. Η αντίδικος εταιρεία σήμερα μου οφείλει το ποσό της αποζημίωσης των 2.502,50 ευρώ, καθώς επίσης μου οφείλει και επίδομα (δώρο) Πάσχα έτους 2019 και διαφορά – υπόλοιπο (δώρου) Χριστουγέννων έτους 2018. Αρχικώς υποσχέθηκε να μου καταβάλλει τα ως άνω ποσά αλλά εν τέλει μόνο μετά από πολλές πιέσεις μου κατέβαλλε τμηματικά ποσό των συνολικώς 700,00 ευρώ. Ωστόσο στις 23.09.2019, έχοντας εξαντλήσει κάθε όριο ανθρώπινης επιείκιας, μην ανεχόμενη άλλο την αναβλητική συμπεριφορά της αντιδίκου μου, προσέφυγα μετά της πληρεξουσίας Δικηγόρου μου στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) Αγίας Παρασκευής Αττικής, όπου η αντίδικος ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ ΟΤΙ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΕΙ ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ 3.105,00 ευρώ (!). Συμφώνησε δε και μου πρότεινε ως τρόπο αποπληρωμής την καταβολή σε πέντε (5) δόσεις των 500,00 ευρώ εκάστης, και μίας των 615,00 ευρώ της κάθε δόσης καταβληθησομένης στις 30 κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τις 30.09.2019. Η πρώτη δόση συμφωνήθηκε να ανήρχετο στο ποσό των 400,00€ (καθότι στις 21.09.2019 μετά κόπων και βασάνων μου κατέβαλλε το ποσό των 100,00€). Ούσα πάντοτε πρόθυμη να λύσω το θέμα εξωδικαστικά, συνήνεσα δηλαδή κατά τη συζήτηση της εργατικής μας διαφοράς στην ως άνω ΣΕΠΕ στην πρόταση που πρότεινε η αντίδικος, ωστόσο δύσπιστη μεν για τις καταβολές της αντιδίκου μου, δέχθηκα τον ως άνω συμβιβασμό, με κάθε περαιτέρω επιφύλαξη για παν, έτερο, νόμιμο δικαίωμά μου!

 Δ. Εντούτοις δε, παρήλθε ΚΑΙ η 30η του Σεπτέμβρη (!) και η εναγομένη και πάλι φάνηκε ασυνεπής ως προς τις υποχρεώσεις της. Εξ αυτού του λόγου προσφεύγω ενώπιόν Σας με την παρούσα, σαν μία ύστατη προσπάθεια να αποζημιωθώ, για όλα αυτά που η αντίδικος μου οφείλει, και αυτό γιατί ανέμενα μέχρι και σήμερα μήπως φιλοτιμηθεί και μου καταβάλλει όσα νόμιμα δικαιούμαι - μάταια όμως.  Το μόνο που επιθυμεί η εναγομένη μου είναι η ματαίωση ικανοποίησης κάθε νομίμου δικαιώματός μου, το δε δεύτερον κάθε φορά για να προβεί σε οιαδήποτε καταβολή πρέπει να φθάσουμε μέχρι «εσχάτου σημείου» και πάλι όμως οι καταβολές είναι μικρές, ελάχιστες και ουσιαστικά αμελητέες.

 ΙΙ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΟΥ.

 

            Η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας γίνεται, κατά κανόνα, άτυπα με μόνη τη σύμπτωση της βουλήσεως των μερών [ειδικά για το άτυπο της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εκτός αντιθέτου προβλέψεως ειδικής διατάξεως νόμου, βλ. ΑΠ 1157/2009 ΔΕΝ 65(2009).1190] και μπορεί να καταρτιστεί είτε εγγράφως με ιδιωτικό έγγραφο, είτε προφορικά ή και σιωπηρά με την παροχή της εργασίας από το μισθωτό και την αποδοχή της από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του, σύμφωνα με το άρθρο 649 ΑΚ.

               Περαιτέρω, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μίας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των Δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση [ΑΠ 797/2008 ΕΕργΔ 67(2008).935, ΑΠ 473/2007 ΕΕργΔ 66(2007).1297], όταν δε το Δικαστήριο της ουσίας, βάσει των πραγματικών περιστατικών της αγωγής, δίδει στην επίδικη έννομη σχέση χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνον που δίδει ο ενάγων, δεν πρόκειται για λήψη υπόψη από αυτό πραγμάτων μη προταθέντων [ΑΠ 1487/2007 ΔΕΝ 64(2008).548]. Δεδομένου, δηλαδή, ότι ο όρος εξαρτημένη εργασία» αποτελεί νομική έννοια, στο Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει εξαρτημένη εργασία, με γνώμονα τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών [ΑΠ 964/2007 ΕΕργΔ 67(2008).419, ΑΠ 1855/2006 ΕΕργΔ 66(2007).1186], αλλά και τις περιστάσεις, υπό τις οποίες έχει συναφθεί η σύμβαση.

Η σύμβαση εργασίας συνάπτεται με τη σύμπτωση δύο αντίρροπων δηλώσεων βουλήσεως. Περιεχόμενο αυτών των δηλώσεων βουλήσεως πρέπει να είναι η δημιουργία έννομης σχέσης διαρκείας μεταξύ των συμβαλλομένων. Αντικείμενο της σύμβασης εργασίας αποτελούν και οι όροι σύμφωνα με τους οποίους θα παρέχεται η εργασία, όπως αποδοχές, ωράριο, κλπ. Συμπληρωματικά την ατομική σύμβαση εργασίας την συμπληρώνουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ο κανονισμός εργασίας, η τυχόν πρακτική που έχει σχηματισθεί στην επιχείρηση και εκμετάλλευση, καθώς και το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας της ατομικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη, ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλλει στο μισθωτό την αποζημίωση σε δόσεις, όταν αυτή υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών. Ενώ το υπόλοιπο ποσόν της αποζημιώσεως καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη των αποδοχών δύο (2) μηνών. 

Η καταγγελία δε, έχει κριθεί και νομολογιακά ότι αποτελεί και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, γιατί είχε ως αποτέλεσμα εντελώς αδικαιολόγητα δυσμενείς υλικές και ηθικές συνέπειες για τον τελευταίο και γι` αυτό δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ΑΚ 932).

           

ΙΙΙ. ΟΙ  ΝΟΜΙΜΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΜΟΥ.

 

Α.-Η ΝΟΜΙΜΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΜΟΥ-

 

Η αντίδικος ουδέποτε δεν μου κατέβαλλε ολόκληρη την υπολογισθείσα νόμιμη αποζημίωσή μου, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 2.502,00 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 700,00€ (600,00 ευρώ που μου είχε ήδη καταβάλλει + 100,00 ευρώ που μου κατέβαλλε στις 21.09.2019). Η αντίδικος μου οφείλει δηλαδή ως νόμιμη αποζημίωσή μου από την μεταξύ μας εργασιακή σχέση ακόμη το ποσό των (2.502,50€ - 700,00€=) 1.802,50€, άλλως και κατά την περίπτωση που κριθεί η σύμβαση που μας συνέδεε άκυρη κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), δεδομένου ότι κατά το ποσό αυτό κατέστη πλουσιότερη, και το οποίο η αντίδικος οφείλει να μου καταβάλλει για την ως άνω αιτία. (ΚΟΝΔΥΛΙ 1ο).

Β.-ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ, (ΔΩΡΑ) ΠΟΥ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΕΙ Η ΑΝΤΙΔΙΚΟΣ-

Η εναγομένη μου οφείλει το επίδομα (δώρο) Πάσχα του έτους 2019, καθώς και υπόλοιπο – διαφορά Χριστουγέννωνέτους 2018, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 19.040/81 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, βάσει των πράγματι καταβαλλόμενων μισθών.

Ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών (ΣτΕ 4375/95 Τμ. Α΄, Α.Π. 7/92). Για τον υπολογισμό του δώρου του Πάσχα λαμβάνουμε υπόψη τους 4 πρώτους μήνες. Έτσι εάν ο μισθωτός εργάσθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου έως και 30 Απριλίου, δικαιούται να λάβει ολόκληρο το δώρο του Πάσχα (μισό μισθό).Εάν αντίθετα εργάστηκε μέρος του ανωτέρω τμήματος, θα λάβει μέρος του δώρου του Πάσχα που ισοδυναμεί με 1 ημερομίσθιο ή το 1/30 του ημερομισθίου για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης στο διάστημα αυτό.

Για τον υπολογισμό του δώρου των Χριστουγέννων λαμβάνουμε υπόψιν το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου έως και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Αν εργάσθηκε ο μισθωτός ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούται να λάβει ολόκληρο το δώρο Χριστουγέννων, εάν εργάσθηκε τμήμα αυτού, δικαιούται 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μηνιαίου μισθού για 19 ημέρες διαρκείας της εργασιακής σχέσης για το διάστημα αυτό. Σύμφωνα δε, με πάγια δικαστηριακή νομολογία, τα δώρα εορτών (Πάσχα και Χριστουγέννων), θεωρούνται ότι αποτελούν τακτικές αποδοχές και έτσι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής τους, επισύρονται οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995 και 24 Ν. 3996/2011, δηλαδή για την μη πληρωμή του μισθού. Τα δώρα εορτών καταβάλλονται στους δικαιούχους για μεν τα Χριστούγεννα την 21η Δεκεμβρίου, για δε το Πάσχα τη Μ. Τετάρτη κάθε έτους.

Στην περίπτωση μου και ενόψει των ανωτέρω η αντίδικος μου οφείλει λόγω της άκαιρης καταγγελίας της σύμβασής μου, άλλως και κατά την περίπτωση που κριθεί η σύμβαση που μας συνέδεε άκυρη κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), δεδομένου ότι κατά το ποσό αυτό κατέστη πλουσιότερη, και με δεδομένο ότι αμείβομαι με βασικό μηνιαίο νόμιμο μισθό, 715,00 ευρώ μου οφείλει:

  • Για επίδομα (δώρο) Πάσχα έτους 2019 δικαιούμαι μισό (1/2) μισθό, [επομένως (715,00 ευρώ ως μηνιαίος νόμιμος μισθός Χ 1/2=357,50€].
  • Για υπόλοιπο-διαφορά επιδόματος (δώρο) Χριστουγέννων έτους 2018, το ποσό των 245,00 ευρώ.

Ήτοι εν συνόλω οι αντίδικοι μου οφείλουν ως αναλογία επιδομάτων, δώρων και αποδοχών αδείας το ποσό των συνολικώς (357,50 ευρώ + 245,00 ευρώ=) 602,50 ευρώ (ΚΟΝΔΥΛΙ 2ο), το οποίο η αντίδικος δέον να υποχρεωθεί καταβάλλει με την εκδοθησομένη απόφαση του Δικαστηρίου Σας.

Γ.-Η ΗΘΙΚΗ ΜΟΥ ΒΛΑΒΗ–

Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648 και 672 του ΑΚ και το άρθρο 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι εάν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομες και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (βλ. ΑΠ 84/2010 ΔΕΕ 2011 – 500, ΑΠ 983/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 876/2009 ΔΕΕ 2011- 955, ΕφΑθ 642/2010 ΔΕΕ 2011- 232, ΕφΛαμ 14/2013).

Έτσι, η άκυρη και άκαιρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, όταν συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της προσωπικής και επαγγελματικής υπολήψεως και αξίας του) ή που συνιστούν αδικοπραξία, μπορεί να θεμελιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 932, 914, 281 ΑΚ. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη στην προσωπικότητά του από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, συνίσταται στην πληρωμή ενός ορισμένου χρηματικού ποσού, που καθορίζεται από το Δικαστήριο, κατ’ εύλογη κρίση, ύστερα από εκτίμηση των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητάς, του είδους, του τόπου, του χρόνου και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας, του επαγγέλματος, της περιουσιακής κατάστασης και των συνθηκών ζωής των διαδίκων μερών (βλ. ΑΠ 958/2007 ό.π., ΑΠ 1730/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 542/1999 ΕλΔ 41(2000).92, ΑΠ 161/1997 ΔΕΝ 53.763, ΕφΑθ 9326/2005 ΕΕργΔ 65(2006).1026, ΜονΠρωτΑθ 2526/2009).

Η συμπεριφορά της εργοδότριάς μου είναι άκρως προσχηματική και καταχρηστική, αντίκειται δε, σε κάθε έννοια εργασιακής αλλά και καλής πίστης. Η εναγομένη προτίμησε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας μου άτακτα, χωρίς καμία προειδοποίηση, παρά τα αρκετά εργασιακά μας έτη. Βρέθηκα για πρώτη φορά έπειτα από αρκετά χρόνια να μην εργάζομαι και να συναντώ τον εμπαιγμό και την αδιαφορία της εναγομένης μου, η οποία μάλιστα, με εμπαίζει, προκειμένου να ματαιωθεί όποιο εργασιακό μου δικαίωμα, και γι` αυτό δικαιούμαι χρηματικής ικανοποίησης, για την αποκατάσταση της ηθικής μου βλάβης, η οποία πρέπει να οριστεί από το Δικαστήριό σας, στο δίκαιο και εύλογο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00€) (ΚΟΝΔΥΛΙ 3ο).

Ήτοι συνολικά η αντίδικος οφείλει να μου καταβάλλει, το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων πέντε (5.405,00€) ευρώ, όπως προκύπτει από το παραπάνω άθροισμα του 1ου, 2ου και 3ουτων κονδυλίων(= 1.802,50€ + 602,50€ +3.000,00€), και μάλιστα το ποσό αυτό νομικότοκα και με το νόμιμο τόκο επιδικίας, άλλως υπερημερίας, από την επόμενη της άνευ προθεσμίας (άτακτης) καταγγελίας της σύμβασής μου από μέρους της εργοδοτικής μου πλευράς, άλλως από την επίδοση της παρούσης μου και μέχρι την ημέρα της πλήρους και ολοσχερούς μου εξοφλήσεως.

Σε κάθε περίπτωση, μου οφείλει η εναγομένη το ως άνω ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), αφού αυτή θα κατέβαλλε το ανωτέρω ποσό σε οποιονδήποτε απασχολούμενο στην επιχείρησή της μισθωτό με έγκυρη σύμβαση εργασίας, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες με εμένα, με την ίδια οικογενειακή και κοινωνική κατάσταση και κάτω από τις ίδιες περιστάσεις και το οποίο ποσό, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες μου, αυτή αρνείται να μου το καταβάλλει, συνεχώς δε με εμπαίζει, επικαλείται διάφορες δικαιολογίες και αναβάλλει την ικανοποίηση κάθε δικαιώματός μου.

 Επειδή η εναγομένη παραβαίνοντας την εργατική νομοθεσία και τη βασική της εργοδοτική υποχρέωση που απορρέει από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου αρνείται αδικαιολόγητα μέχρι και σήμερα να μου καταβάλλει: το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων πέντε (5.405,00€) ευρώ, όπως προκύπτει από το παραπάνω άθροισμα του 1ου, 2ου και 3ουτων κονδυλίων (= 1.802,50€ + 602,50€ +3.000,00€), και μάλιστα το ποσό αυτό νομικότοκα και με το νόμιμο τόκο επιδικίας, άλλως υπερημερίας, από την επόμενη της άνευ προθεσμίας (άτακτης) καταγγελίας της σύμβασής μου από μέρους της εργοδοτικής μου πλευράς, άλλως από την επίδοση της παρούσης μου και μέχρι την ημέρα της πλήρους και ολοσχερούς μου εξοφλήσεως, και η οποία πρέπει με απόφαση του Δικαστηρίου Σας να υποχρεωθεί προς τούτο.

Επειδή σε κάθε περίπτωση, μου οφείλει η εναγόμενη τα ως άνω ποσά σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), αφού αυτή θα κατέβαλλε το ανωτέρω ποσό σε οποιονδήποτε απασχολούμενο στην επιχείρησή της, μισθωτό με έγκυρη σύμβαση εργασίας, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες με εμένα, με την ίδια οικογενειακή και κοινωνική κατάσταση και κάτω από τις ίδιες περιστάσεις και το οποίο ποσό, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες μου, αυτή αρνείται να μου το καταβάλλει.

 Επειδή η εκδοθησόμενη απόφαση του Δικαστηρίου Σας θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατ’ άρθρο 908 παρ.1 περ. ε ΚΠολΔ, όχι μόνο επειδή η συμπεριφορά των εναγομένων ήταν παράνομη και καταχρηστική, αλλά και διότι η επιβράδυνση της εκτελέσεως θα μου επιφέρει υπέρμετρη βλάβη και μου δημιουργεί οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης, δεδομένου δεν εργάζομαι, αλλά και τέλος λόγω της φύσεως της ένδικης διαφοράς.

Επειδή η παρούσα αγωγή μου είναι νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, φέρεται δε για συζήτηση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Και για όσους θα προσθέσω κατά της συζήτηση της παρούσας και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός μου, και κάθε μέλλουσας αξίωσής μου,

 

ΖΗΤΩ

Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου καθ΄ ολοκληρίαν.

Να αναγνωριστεί ότι η αντίδικος, συνολικά μου οφείλει και να υποχρεωθεί να μου καταβάλλει ως εργοδότριά μου, με απόφαση του Δικαστηρίου Σας, από την μεταξύ μας εργασιακή σχέση, ως περιεγράφη στο ιστορικό της παρούσης, άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού αν κριθεί ότι η ως άνω εργασιακή μας σχέση ήταν άκυρη, το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων πέντε (5.405,00€) ευρώ, όπως προκύπτει από το παραπάνω άθροισμα του 1ου, 2ου και 3ουτων κονδυλίων (=1.802,50€ + 602,50€ +3.000,00€),και μάλιστα το ποσό αυτό νομικότοκα και με το νόμιμο τόκο επιδικίας, άλλως υπερημερίας, από την επόμενη της άνευ προθεσμίας (άτακτης) καταγγελίας της σύμβασής μου από μέρους της εργοδοτικής μου πλευράς, άλλως από την επίδοση της παρούσης μου και μέχρι την ημέρα της πλήρους και ολοσχερούς μου εξοφλήσεως.

Να διαταχθεί η προσωπική κράτηση της εναγομένης, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης.

Να απειληθεί χρηματική ποινή ποσού χιλίων (1.000,00€) σε βάρος της εναγομένης για κάθε ημέρα παραβίασης της εκδοθησομένης απόφασης.

Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή στο σύνολό της.

Να καταδικαστεί η αντίδικος στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη και στην αμοιβή της πληρεξουσίας Δικηγόρου μου.

 

                                                                          Κορωπί, 1η Οκτωβρίου 2019

                                                                               Η Πληρεξουσία Δικηγόρος.-